θειάφισμα

θειάφισμα
το [θειαφίζω]
1. το πασπάλισμα τών υπέργειων τμημάτων τών καλλιεργούμενων φυτών με θείο (θειάφι) ή με μίγμα σκόνης θείου και θειικού χαλκού για την πρόληψη ή την καταπολέμηση ορισμένων μυκητολογικών ασθενειών
2. απολύμανση με καπνό θειαφιού, κάπνισμα με θειάφι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θειάφισμα — το, ατος η ενέργεια του θειαφίζω: Το θειάφισμα πρέπει να γίνεται το πρωί που υπάρχει δροσιά στα φύλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θείωση — η 1. πασπάλισμα φυτών με σκόνη θείου, θειάφισμα 2. καύση διοξειδίου τού θείου είτε για την απολύμανση τών οινοδοχείων και για την απαλλαγή τού γλεύκους από τους βλαβερούς μικροοργανισμούς είτε ως αποχρωματιστικό και ως αντιοξειδωτικό 3. χημ.… …   Dictionary of Greek

  • θειαφιστήρι — το συσκευή με την οποία γίνεται το θειάφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειαφίζω + επίθημα τήρι(ον), (πρβλ. θυμιατήρι(ον), κλαδευτήρι)] …   Dictionary of Greek

  • κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • θείωση — η 1. θειάφισμα. 2. κάψιμο θειαφιού για απολύμανση κάποιου χώρου. 3. εμπλουτισμός κάποιας ουσίας με θείο: Θείωση του καουτσούκ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θειαφιστήρι — το ιού, εργαλείο με το οποίο γίνεται το θειάφισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”